- μεγάλαυχον
- μεγάλαυχοςboastfulmasc/fem acc sgμεγάλαυχοςboastfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγάλαυχος — η, ο (ΑM μεγάλαυχος, ον) αυτός που καυχιέται πολύ, κομπαστής, αλαζόνας μσν. αυτός που γίνεται για να καυχηθεί κάποιος («ἡ μεγάλαυχος τῶν κατωρθωμένων κατέκρινεν ἀπαρίθμησις», Σάθ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγάλαυχον η μεγαλαυχια. επίρρ...… … Dictionary of Greek